κυνομόριο

κυνομόριο
(Cynomorium). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βαλανοφοριδών. Περιλαμβάνει μόνο ένα είδος, τοCynomorium coccineum, το οποίο συναντάται στις μεσογειακές χώρες και στη νοτιοδυτική Ασία. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε παραθαλάσσιες περιοχές της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Είναι πολυετές φυτό, με όρθιους βλαστούς, ύψους 15-30 εκ., και έντονο κόκκινο χρώμα. Τα φύλλα του είναι λεπιοειδή και τα άνθη του φέρουν έναν στήμονα και ωοθήκη που περιέχει μία σπερμοβλάστη. Το κ. παρασιτεί σε διάφορα φυτά, κυρίως των θαλάσσιων ενδιαιτημάτων. Η ρίζα του χρησιμοποιείται για τις θεραπευτικές της ιδιότητες στην καταπολέμηση της δυσεντερίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”